ἐκφλύξαι

ἐκφλύξαι
ἐκφλύσσω
spirt out
aor inf act
ἐκφλύξαῑ , ἐκφλύσσω
spirt out
aor opt act 3rd sg
ἐκφλύζω
spirt out
aor inf act
ἐκφλύξαῑ , ἐκφλύζω
spirt out
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”